μισόσκεπος

μισόσκεπος
η , ο полуприкрытый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μισόσκεπος" в других словарях:

  • μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»